- ενθέτω
- (αόρ. ενέθεσα и ενέθηκα, παθ. αόρ. ενετέθην) μετ. вставлять, вделывать; надставлять;
ενθέτω οδόντα — вставлять зубы;
ενθέτω
λέμβον — устанавливать шлюпку на палубе
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενθέτω οδόντα — вставлять зубы;
ενθέτω
λέμβον — устанавливать шлюпку на палубеΝέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενθέτω — και εντίθημι (AM ἐντίθημι) τοποθετώ κάτι μέσα σε άλλο, παρενθέτω, παρεμβάλλω αρχ. 1. μτφ. εμβάλλω, προσφέρω αγαθό που λείπει («νῡν δ ἄρτι μοι τὸ γῆρας ἐντίθησι νοῡν», Φερεκρ.) 2. (ιδίως για νήπια) βάζω κάτι στο στόμα 3. τοποθετώ ανάμεσα,… … Dictionary of Greek
ένθεμα — το (AM ἔνθεμα) [εντίθημι] 1. το αποτέλεσμα τού ενθέτω 2. (ειδ.) εμβόλιο δέντρων, μπόλι νεοελλ. κομμάτι ξύλου που αντικαθιστά φθαρμένο τμήμα άλλου ξύλου ή τό επιμηκύνει, μάτισμα, προσθήκη αρχ. 1. κατάθεση χρημάτων στην τράπεζα 2. στολίδι, κόσμημα… … Dictionary of Greek
ένθεση — η (AM ἔνθεσις) [εντίθημι] η πράξη και το αποτέλεσμα τού ενθέτω*, παρεμβολή, επένθεση, εισαγωγή νεοελλ. 1. εντοίχιση, ενδόμηση 2. ναυτ. «ένθεση λέμβων» η απόθεση μέσα στο πλοίο τών λέμβων που είναι κρεμασμένες έξω αρχ. 1. το κομμάτι ψωμιού που… … Dictionary of Greek
εντίθημι — (AM ἐντίθημι) βλ. ενθέτω … Dictionary of Greek
επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… … Dictionary of Greek
θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… … Dictionary of Greek
μετατάσσω — (ΑΜ μετατάσσω, Α αττ. τ. μετατάττω) [τάσσω] τάσσω αλλού, μεταθέτω, μεταφέρω σε άλλη θέση, μετατοπίζω, μετακινώ νεοελλ. 1. μεταφέρω αξιωματικό από ένα σώμα ή όπλο σε άλλο 2. (γενικά) μεταθέτω δημόσιο υπάλληλο από μια υπηρεσία σε άλλη παρεμφερή μσν … Dictionary of Greek
παρενθέτω — θέτω κάτι μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, παρεμβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ενθέτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek